- χρηστοκαρπία
- χρηστο-καρπία, ἡ,A the bearing of good fruits, Str.6.4.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρηστοκαρπία — ἡ, Α [χρηστόκαρπος] η παραγωγή καρπών καλής ποιότητας … Dictionary of Greek
χρηστοκαρπίαν — χρηστοκαρπίᾱν , χρηστοκαρπία the bearing of good fruits fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)